- σερβίτσιο
- το(λ. ιταλ.), σύνολο επιτραπέζιων σκευών: Σερβίτσιο του καφέ. –Ο σερβιτόρος δεν έφερε σερβίτσια για όλους μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σερβίτσιο — το, Ν 1. τα επιτραπέζια σκεύη που χρησιμοποιεί ο κάθε συνδαιτυμόνας σε γεύμα («βάλε τρία σερβίτσια σήμερα στο τραπέζι») 2. πλήρες σύνολο από επιτραπέζια σκεύη (α. «σερβίτσιο τού καφέ» β. «σερβίτσιο τού τσαγιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. servizio… … Dictionary of Greek
γαβάθα — και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα) ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ … Dictionary of Greek
τακίμι — το, Ν 1. σύνολο πραγμάτων, λ.χ. σκευών ή εργαλείων, που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό 2. (ειδικά για πιάτα) σερβίτσιο 3. (κατ επέκτ.) ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί και κατά τις ίδιες ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. takim] … Dictionary of Greek
Σέβρες — (Sevres). Πόλη (30 000 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, στο νομό Ω ντε Σεν, γνωστή για τις πορσελάνες της. Η μεγαλύτερη από τις βιομηχανίες πορσελάνης της Γαλλίας δημιουργήθηκε από δύο πρώην εργάτες της Σαντιγύ, τους αδελφούς Ντυμπουά, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
κουβέρ — το (λ. γαλλ.), άκλ., σερβίτσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)